- ψήγματα
- ψῆγμαthat which is rubbedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πακτωλός — Αρχαία ονομασία του Σαρτσάι, μικρού ποταμού της Λυδίας, που πηγάζει από το όρος Τμώλος, περνάει κοντά από τα ερείπια των Σάρδεων και συμβάλλει στον Έρμο ποταμό. Από τους αρχαίους ονομαζόταν και Χρυσορρόας επειδή στα νερά του κυλούσε και άμμος με… … Dictionary of Greek
ψήγμα — το / ψῆγμα, ήγματος, ΝΜΑ [ψήχω] μικρό κομμάτι μετάλλου ή άλλου υλικού που προήλθε από απόξεση ή τριβή, τρίμμα, ρίνισμα, κόκκος (α. «ψήγματα σιδήρου» β. «ἐκ τῆς ἰλύος ψῆγμα ἀναφέρουσι χρυσοῡ», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (μεταλλ.) μικρή, συνήθως, άμορφη… … Dictionary of Greek
ψήγμα — το, ατος 1. απόξεσμα, ρίνισμα, απότριμμα. 2. ο πληθ., ψήγματα σημαίνει πολύ λεπτά κομμάτια μετάλλου: Βρήκαν ψήγματα χρυσού στην περιοχή αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
MALLEATOR ballucis Hispan — apud Martialem, l. 12. Epigr. 57. Illinc balucis malleator Hispanae Tritum nitenti fuste verberat saxum. est Hispani auri malleator. Vetus Inscr. SIGNAT, SUPPOSITORES. MALLIATORES. MONETAE. CAESARIS. Sic nempe vocabantur, qui monetas feriebant et … Hofmann J. Lexicon universale
RADAUNUS seu RODAUNUS — amnis Germaniae, qui, Dantiscum praeterlapsus, sub ipsis oppidi moenibus, tertiô a mari milliari in Vistulam fluv. influti. Η᾿ριδανὸν, iudice Cluveriô, vocat Herodotus, qui ait, in extremis Europae finibus, Η᾿ριδανὸν καλέεςθαι πρὸς βαρβάρων… … Hofmann J. Lexicon universale
RAMENTA Auri — capitiolim aspersa, memorantur Capitolino in Vero, c. 10. et Lampridio in Commodo, c. 17. ψήγματα Graecis, et ξέσματα, item τρίμματα χρυσοῦ dicta, unde et Latini trimmam auri fecêre, uti discimus ex Anastasio Bibliothecar. in Silvestro: de qua… … Hofmann J. Lexicon universale
Μίδας — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε μαζί με τους Μακρόβιο, Αφροδίσιο, Bαλεριανό, Λεόντιο κ.ά. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Μαΐου. II Μυθικός βασιλιάς της Φρυγίας με τον οποίο συνδέονται διάφορες μυθικές παραδόσεις. Η πιο γνωστή… … Dictionary of Greek
αμμοπλύνω — ἀμμοπλύνω (Μ) πλένω κάτι, όπως πλένει ο αμμοπλύτης την άμμο για να μαζέψει ψήγματα χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + πλύνω] … Dictionary of Greek
αμμοπλύτης — ἀμμοπλύτης, ο (Μ) αυτός που πλένει την άμμο περισυλλέγοντας ψήγματα χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + μτγν. ουσ. πλύντης, από όπου το πλύτης ή πιθ. απευθείας από το ρ. ἀμμοπλύνω*] … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek